- θεματοποιώ
- θεματοποιῶ, -έω (Α)σχηματίζω θέμα ή ρίζα, κάνω ένα θέμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα, -τος + -ποιώ (< -ποιός < ποιώ), πρβλ. ζωο-ποιώ (< ζωοποιός), θαυματο-ποιώ (< θαυματοποιός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek